|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοκρατορικά? — — ψιλοκάμωμα — τουρτούρισμα — νωματάρχης — πειθήνιος — τριακόσια — αντισφαιρίστρια — σπιρτόξυλο — αποδυνάμωμα — καλόγερος — πολυθεσίτης — επίμεμπτος — ανυπομονία — κουσκουσουρίσσα — ρινορραγία — συμβεβηκός — εικοσιμιά — Λιθουανός — ποιητάκος — μαχμούρικα — πιτσιλιστός — αγροτόπαιδο |
|||