|
το анат. мошонка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мошонка? — όσχεο как с (ново)греческого переводится слово όσχεο? — мошонка — αγαλλίαση — αυτομουτζώνομαι — ανεμογενής — ευδίαιοι — ξεσκώ — κρουστικός — ευόδωση — πρεσβύωψ — προθεσμία — απάγγιο — βουνοκορφή — αναφτέριασμα — γοργοκινησιά — μακρός — ετερομιξία — αμαξοφόρτωμα — Σαββατοκύριακο — ενενηκοντάκις — απιστία — εισοδηματίας — συμφώνως |
|||