|
η подошва, подмётка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подошва? — σόλα как на (ново)греческом будет слово подмётка? — σόλα как с (ново)греческого переводится слово σόλα? — подошва, подмётка — κοντραμπάντο — ραδιοϊσότοπα — στοιχίζω — καθρεφτίζω — λεβεντάνθρωπος — γάμπια — νεροκολοκυθιά — φαφλατάδικος — δήμα — αστρικό — τρενάρω — ομαδοποίηση — αντίθεος — χρυσοποιία — περιγελαστικός — απέρναγος — καλόγουστα — ισλάμ — χρονοφωτογραφώ — μελιτακιά — μεσαιωνισμός |
|||