|
категорически; решительно; αρνούμαι (δηλώνω) ~ — категорически отрицать (заявлять) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово категорически? — κατηγορηματικά как на (ново)греческом будет слово решительно? — κατηγορηματικά как с (ново)греческого переводится слово κατηγορηματικά? — категорически, решительно — θορύβηση — ασωτεία — κοσμογόνος — ανορθωτικός — λουβίδι — σχοινόπλεχτος — σκούρος — μηχανέλαιο — ναρκωτής — κτηματόγραφο — γυμναστήριο — στρέφομαι — χρηστομάθεια — σούζο — εκποιώ — θηλυγονία — παραξόνιο — αποδυτήρια — πηλοπλάστης — ξεφωνητό — χωνοειδής |
|||