|
месить; перемешивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово месить? — αναζυμώνω как на (ново)греческом будет слово перемешивать? — αναζυμώνω как с (ново)греческого переводится слово αναζυμώνω? — месить, перемешивать — σφάκτης — συμπολίτευση — φλόξ — βακτήριο — τοξοειδής — αδελφομίκτις — κανονίδι — παλιόσπιτο — θρίαμβος — συνωμότης — επιναυπηγός — πρεσβυτικός — καράφλας — καταραμένος — αναχόρταγος — απρόσβλεπτος — καταπινάδι — μικροσκοπικός — ξανανάβω — χρησιμοθηρία — ισολογισμός |
|||