|
ο 1) жених; 2) любовник, возлюбленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жених? — γιαβουκλιούς как на (ново)греческом будет слово любовник? — γιαβουκλιούς как на (ново)греческом будет слово возлюбленный? — γιαβουκλιούς как с (ново)греческого переводится слово γιαβουκλιούς? — жених, любовник, возлюбленный — κορόμηλο — εύμολπος — αγαργάλητος — ερχόμενος — επιχορηγητικός — υποπλοίαρχος — νυχτικιά — κλωστοϋφαντικός — αναστρέφομαι — υδραγωγός — συνεχιστής — υπερφορτώνομαι — ματικάπι — γκρά — πισωγύρισμα — ψωνίζω — Ελλαδικός — αποστέκομαι — εμπαίνω — υπεισήχθην — σιγαροποιείο |
|||