|
το помёт (козий, овечий) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помёт? — βερβέλι как с (ново)греческого переводится слово βερβέλι? — помёт — απρόλογος — έκφυσις — ξεχαρβαλώνομαι — καλάμη — ηχείο — αγνάντια — χρυσελεφάντινος — παρομοιώνω — αγέραστος — ασκεψιά — αλαμπουρνέζικος — προασκώ — περιστέλλω — αποκαρδιώνω — ενενηκοντούτις — αειφανής — αμετρολόγος — μερική — διαφάνεια — τριτοτόκος — χιλιετία |
|||