πολλαπλασιαστέ|ος

формы словаβ
πολλαπλασιαστέ|ος
ο мат. множимое



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово множимое? — πολλαπλασιαστέος
как с (ново)греческого переводится слово πολλαπλασιαστέος? — множимое


μερίςκαλησπερούδιαμεγαλοϊδεάτικοςδήγμαβαστώαναδιορθώνωκοσμοσώτειραφούσταδιπλούςτρόπαιολινόχρωμοςβαρελίσιοςμισάωρομισοανοιγμένοςπαραδέχομαιασύντακτασυνεργατικήμπολσεβίκαξελίγωμααλαζονεύομαιδιασπάραξη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit