|
ο мат. множимое #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово множимое? — πολλαπλασιαστέος как с (ново)греческого переводится слово πολλαπλασιαστέος? — множимое — μερίς — καλησπερούδια — μεγαλοϊδεάτικος — δήγμα — βαστώ — αναδιορθώνω — κοσμοσώτειρα — φούστα — διπλούς — τρόπαιο — λινόχρωμος — βαρελίσιος — μισάωρο — μισοανοιγμένος — παραδέχομαι — ασύντακτα — συνεργατική — μπολσεβίκα — ξελίγωμα — αλαζονεύομαι — διασπάραξη |
|||