|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δίτερμα? — — βόρειος — κλεψίμι — μνησικακώ — λεξικό — διαφορητικός — διάστερος — βαριακούω — προϋπηρετώ — αντικομματικά — πολύτιμος — εικαστική — αναδρομάρισσα — σκεπή — εξοδιάζω — αφίλιωτος — ομοιοπαθητική — φαρμασόνος — μαχαίρα — εκδότης — χρηματοδοτικός — εκτυπωτήριο |
|||