|
безошибочный; непогрешимый, безупречный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безошибочный? — αδιάπταιστος как на (ново)греческом будет слово непогрешимый? — αδιάπταιστος как на (ново)греческом будет слово безупречный? — αδιάπταιστος как с (ново)греческого переводится слово αδιάπταιστος? — безошибочный, непогрешимый, безупречный — εσκεμμένος — διαπόρθμευση — αζύγιαστα — αδάγκαστος — φλασκάκι — λιανοπουλώ — ξανάρχομαι — ξανθοτρίχης — στραγάλι — παραδεισιακά — γελούμενος — τσελίκι — εμπνευσμένος — εκλαμπρύνω — εξερέθιση — μυστηριώδης — ιατρία — αλλαντοπωλείο — εθνοσωτήριος — βιομηχανοποιούμαι — υποσιτίζομαι |
|||