|
1) разносторонний; 2) эк. несбалансированный (о бюджете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разносторонний? — ανισοσκελή как на (ново)греческом будет слово несбалансированный? — ανισοσκελή как с (ново)греческого переводится слово ανισοσκελή? — разносторонний, несбалансированный — αμμοχάλικο — σποράκι — χαλκογραφικός — χρεωκόπος — καλοφαγού — κάλυψη — αείμνηστος — επομένη — αντικαταναλωτικός — ανθοσμίας — πρότυπος — αποκλειστικότητα — ξαναδίδω — αποζημιώνομαι — βδομαδιάτικο — σερβίτσιο — περίπτωση — χαιρετιστήριος — ξυλάκι — ασπροκίτρινος — στρατωνισμός |
|||