|
το вуаль; νυφικό ~ο — фата #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вуаль? — πέπλο как с (ново)греческого переводится слово πέπλο? — вуаль — διαγγελία — άρουρα — τσιγάρο — ταξιθέτης — θριαμβευτικός — τορπιλλάκατος — ανεξάρτητα — αντίτιμο — πτυελίζω — λυγαριά — δογκιχωτικός — ζωοειδής — άπειρο — νυκτοσκοπός — αρχισυμμορίτης — γρόθος — προσύμβαση — σαγονιά — αβυσσώδης — σύξερος — σβηστικό |
|||