|
способный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово способный? — τσίφτικος как с (ново)греческого переводится слово τσίφτικος? — способный — Γιουγκοσλάβος — καταπατώ — αέτειος — σύμμειξη — κακά — ακαψάλιστος — γρασαδοράκι — φωτοληψία — παμπάλαιος — δαιμονιώδης — περιφρονήτρια — βρωμόστομος — χοντρόμολλος — ξύλο — ταξιδάκι — υδραυλική — μισότρελος — καναδέζικος — ραδιοτηλεγραφικός — οραματισμός — διπλόγραφο |
|||