|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευερμήνευτος? — — γιάλλα — γλυκομιλάω — μενού — ηλιοσκόπιο — ισόσταθμος — αίσκιωτος — γευστικότητα — λάβρακος — αρύθμιστος — ενδίδω — σωτήρας — αδημονώ — πρωτομιλώ — ρόμβος — εμποροναύτης — απονενοημένος — υποχωρώ — δυσβασία — στυπτικός — αναχάραξη — Φώτιος |
|||