Новогреческий словарь
γκρεμοτσακισμένος
γκρεμοτσακισμέν|ος
испытавший большое несчастье
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
испытавший большое несчастье
? —
γκρεμοτσακισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκρεμοτσακισμένος
? — испытавший большое несчастье
#
(ново)греческий словарь
—
αριστερισμός
—
αντίρρησις
—
εξαρτώ
—
ουζομεζές
—
ακαλίγωτος
—
πολυζώητος
—
εντερογραφία
—
ντίβα
—
υδρόλυση
—
μεθαύριο
—
απεραντολόγος
—
εφοπλιστικός
—
καλουπατζής
—
μεταφέρομαι
—
κιτρινίζω
—
υστεροχρονολογώ
—
αγορίστικα
—
αποδόσιμος
—
Ταξιάρχης
—
νηρηίδα
—
σκόπιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,