|
мед. страдать дистоматозом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдать дистоматозом? — αβδελλιάζω как с (ново)греческого переводится слово αβδελλιάζω? — страдать дистоматозом — υδράργυρος — εξοφλήσιμος — δημεύσιμος — συμπροφορά — σβέντζος — νιώθω — αντιφωτίζω — στόχασμα — άσκυφτος — επούλωση — σκροφίτσα — μοντάρω — γερός — αποξεχνιούμαι — τιμαριούχος — θυμιαστής — διαλάλημός — δικρανίζω — γδικώνομαι — αλάλητος — αποφασιστικός |
|||