|
ο собиратель древностей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово собиратель древностей? — αρχαιοσυλλέκτης как с (ново)греческого переводится слово αρχαιοσυλλέκτης? — собиратель древностей — οδόντωση — βέρστι — θυμητικός — λαγοπροβιά — αντεγκαλώ — ένεστι — συγχώρεση — κολοκυθόπιτα — κεκανονισμένα — επίχωμα — πρωτοπορειακός — μαυραγάνι — ευνουχιστής — αεριοποιήσιμος — εκβλάστημο — σεληναίος — επιχάλκωση — χορτώδης — κεραυναγωγός — δαιμονιακό — στρειδολόγος |
|||