αρχαιοσυλλέκτης

формы словаβ
αρχαιοσυλλέκτης
ο собиратель древностей



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово собиратель древностей? — αρχαιοσυλλέκτης
как с (ново)греческого переводится слово αρχαιοσυλλέκτης? — собиратель древностей


οδόντωσηβέρστιθυμητικόςλαγοπροβιάαντεγκαλώένεστισυγχώρεσηκολοκυθόπιτακεκανονισμέναεπίχωμαπρωτοπορειακόςμαυραγάνιευνουχιστήςαεριοποιήσιμοςεκβλάστημοσεληναίοςεπιχάλκωσηχορτώδηςκεραυναγωγόςδαιμονιακόστρειδολόγος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit