|
το (чаще мн.ч. ) собир. одежда, платье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одежда? — ρουχικό как на (ново)греческом будет слово платье? — ρουχικό как с (ново)греческого переводится слово ρουχικό? — одежда, платье — κοψομεσιάζομαι — μοσχάτος — ελογενής — σχολιασμός — αλυση — αποχρωματίζομαι — βεγιέζα — ήθημα — αποσφράγιση — ανέγνοιαστος — ημεροδείκτης — μήκος — ελβετικός — μάνιτα — λιθόχτιστος — πιλατεύω — ασφαλτόστρωτος — παραμυθένια — εκστομίζω — ξάστερος — τσαρουχάς |
|||