Новогреческий словарь
ανερώτητα
ανερώτητα
без спроса, без разрешения
;
παίρνω κάτι ~ — брать (__что-л.__) без спроса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
без спроса
? —
ανερώτητα
как на
(ново)греческом
будет слово
без разрешения
? —
ανερώτητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανερώτητα
? — без спроса, без разрешения
#
(ново)греческий словарь
—
αρχαιολατρεία
—
φαρδομάνικο
—
υπερβατό
—
αδικαιολόγητος
—
κωδικοποίηση
—
ψυχοπαραδίνω
—
ξεμαυλίζω
—
καταματωμένος
—
αθρόος
—
δευτεροετής
—
αντιπυρετικός
—
ζαλισμάρα
—
σάνταλο
—
διωθώ
—
σύγκληση
—
υπόρρινος
—
ταχτάρισμα
—
ποντικοφάγωμα
—
ποστάλι
—
ζάλος
—
βλαχοκαλύβα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве