|
сдержанный; ~ο ύφος — сдержанность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сдержанный? — συγκρατημένος как с (ново)греческого переводится слово συγκρατημένος? — сдержанный — άγλυκος — συρταρωτός — παραθαρρεύω — σιούτης — όγκωμα — οκά — κέϊκ — πανδοχείο — εμβρυουλκία — φιλόχριστος — συγκαλώ — συνδικάτο — ανωφέλητος — αναμφισβήτητος — διατί — ανέλιξη — σκοτασμός — μαγειρεύω — κόσμηση — διγώνιος — ψελλός |
|||