Новогреческий словарь
συγκρατημένος
συγκρατημέν|ος
сдержанный
;
~ο ύφος — сдержанность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сдержанный
? —
συγκρατημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκρατημένος
? — сдержанный
#
(ново)греческий словарь
—
οστεωδυνικός
—
καύσων
—
παρέσχον
—
αγραμματοσύνη
—
αποξηραντικός
—
ξηροστομία
—
αντρογύναικο
—
παραχώρηση
—
επταετηρίδα
—
εξοδιαστής
—
πηλήκιο
—
λιόντας
—
αντιμεθαυριανός
—
σκιάξιμο
—
δημοδιδάσκαλος
—
μελωδικός
—
δυσμενικός
—
μπάνισμα
—
κομψαίνω
—
εμπορομηχανικός
—
κρεατόχρους
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве