Новогреческий словарь
επεκτατνκός
επεκτατνκός
экспансионистский
;
~ή πολιτική — экспансионистская политика
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
экспансионистский
? —
επεκτατνκός
как с
(ново)греческого
переводится слово
επεκτατνκός
? — экспансионистский
#
(ново)греческий словарь
—
σιδηρωρυχείο
—
πρασινίλα
—
στρυμωχτός
—
πισσοτήρας
—
υπεξαιρέτης
—
αρμπορίζω
—
εκκοίλανση
—
αστροναυτικός
—
τσινάω
—
χαμοκουκκιά
—
αχλαδίτης
—
βενζινάροτρον
—
χαρτογραφία
—
βραδύγλωσσος
—
δυσπεπτικός
—
αφηγήτρια
—
υπερθετικός
—
ταπητουργία
—
χαμοβλέπω
—
ιησουίτισσα
—
ασημοζώναρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве