|
по инстанции; υποβάλλω ~ τά παράπονά μου — подавать жалобу по инстанции #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово по инстанции? — ιεραρχικά как с (ново)греческого переводится слово ιεραρχικά? — по инстанции — παραγοντοποίηση — μοιρολόγι — ερμηνεία — διμήνι — φαμπρικάντης — χάψιμο — βλεφαρίτιδα — υπομέλας — λαμπικαρίζω — δηλώνω — πονοκέφαλος — ηλεκτροσταθμός — προαγωγεύω — μνήμη — κυστεοσκόπηση — χάλκινος — νώμος — άβλαστος — σβουριχτός — μουντζούρης — ενανθρώπηση |
|||