|
1) просачивающийся; 2) физ. осмотический; ~ή δύναμις — осмотическая сила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просачивающийся? — διαπιδυτικός как на (ново)греческом будет слово осмотический? — διαπιδυτικός как с (ново)греческого переводится слово διαπιδυτικός? — просачивающийся, осмотический — στυφότητα — στρατηγείο — υαλοποίηση — σείσιμο — λιθογραφώ — δίκρανο — μακαρονισμός — αναστήλωση — μανιώνω — κομμουνίζω — φλωρίνι — συγχαρητήρια — αναντίστρεπτος — μαγιολική — αξεπέραστος — αμέστωτος — ατρομπάριστος — δούκας — λυπηρός — — μπουλντόκ |
|||