Новогреческий словарь
εκατοσταράκι
εκατοσταράκι
το
сосуд(__,__) вмещающий сто драми
(мера);
ήπιαμε δυό εκατοσταράκια — [phrase]выпили по сто драми[/phrase]
;
ένα ~ λάδι — сто драми масла
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сосуд, вмещающий сто драми
? —
εκατοσταράκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκατοσταράκι
? — сосуд, вмещающий сто драми
#
(ново)греческий словарь
—
λειαντήρας
—
χάροντας
—
φιλίστωρ
—
αδιαπόρευτος
—
γεβεντισμένος
—
ανορμος
—
ακαλοπλήρωτος
—
εξιλαστήριος
—
κέρατο
—
παχούτσικος
—
ηλικιακός
—
μυλωνάς
—
υστεροσκόπηση
—
αρκευθίς
—
χρυσοκεντητής
—
δράστης
—
αργόσχολος
—
προσβατότητα
—
ασπρουδερός
—
εκατομμυριοστός
—
αβόλετος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве