|
(-εως) η мед. грануляция (раны) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грануляция? — κοκκίαση как с (ново)греческого переводится слово κοκκίαση? — грануляция — εκπρόθεσμος — καλαϊτζής — κυβίστημα — προσοφθάλμιος — βαθμολογικός — παραφωνία — γύρισμα — εθνικοαπελευθερωτικός — πειραχτικός — αλλοεθνία — υπερτείνω — μεγαλοπιάνομαι — βιβλιόσημο — αυθεντικός — χαμαλίκα — ογκολόγος — καντηλάκι — μαντατοφόρος — ξενύχτισμα — οφθαλμολογικός — νταντής |
|||