κοκκίαση

формы словаβ
κοκκίαση
(-εως) η мед. грануляция (раны)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово грануляция? — κοκκίαση
как с (ново)греческого переводится слово κοκκίαση? — грануляция


εκπρόθεσμοςκαλαϊτζήςκυβίστημαπροσοφθάλμιοςβαθμολογικόςπαραφωνίαγύρισμαεθνικοαπελευθερωτικόςπειραχτικόςαλλοεθνίαυπερτείνωμεγαλοπιάνομαιβιβλιόσημοαυθεντικόςχαμαλίκαογκολόγοςκαντηλάκιμαντατοφόροςξενύχτισμαοφθαλμολογικόςνταντής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit