|
переутомляться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переутомляться? — υπερκοπιάζω как с (ново)греческого переводится слово υπερκοπιάζω? — переутомляться — ρέστος — προτεραία — αθεώρητος — έχιδνα — άναυλος — αλαζονικός — μαυροκέρασο — αψιδοστάτης — διακορεύω — λείριον — θολίσκος — βροχοπιάνω — ψωραλέα — αριθμητικός — εξορμος — πλακάκι — αγαπίζω — χαίρω — πολυπρόσωπος — ευκολόπιστος — κανονιστικά |
|||