|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσαρικός? — — ακριανός — αφεντεύω — μεταγωγός — αλογόμυγα — εξηναγκασμένος — φανταρία — γεροπαραλυμένος — βρέχομαι — κυκλοφορία — ενθουσιαστικός — ευθαλειούχος — ράντα — υπερήλικος — πανταχόθεν — αδέρφι — μισογινωμένος — κρεμεζύς — μεσομύιος — μουλώνω — ανθελιγμός — πηρομελής |
|||