|
нерукотворный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нерукотворный? — αχειροποίητος как с (ново)греческого переводится слово αχειροποίητος? — нерукотворный — φάνταξη — βαλσαμικός — πετροκοπιό — γλωσσίς — σφαλάγγι — κατακεφαλιά — σπάγκος — ανάφραντος — απαρασάλευτος — ορθοτομώ — επουλώνω — αυτοστεγάζομαι — μολυβήθρα — επιφράγμα — κουραδούμπα — απίκραντος — δυσκραής — αδιαλόγιστος — εκατοχρονίτισσα — γυφτοχώρι — λεμονόκουπα |
|||