|
вырывать с корнем (лозы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вырывать с корнем? — ξεκουρμουλώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεκουρμουλώνω? — вырывать с корнем — βλαπτικά — ζωολογικός — φραμπουάζ — λεπτολογία — εμπαικτικώς — βελονισμός — παναμαϊκός — απώτατος — ανθώ — αλληλοδιαδοχή — παρετυμολογικά — χοιραδισμός — γένεση — γαίμα — ξαμολλάω — νοερός — αποφόρτισμός — μυκτήρ — πρόστυχος — κρυσταλλοειδής — φωτερό |
|||