Новогреческий словарь
επασχόληση
επασχόληση
η
занятие, дело
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
занятие
? —
επασχόληση
как на
(ново)греческом
будет слово
дело
? —
επασχόληση
как с
(ново)греческого
переводится слово
επασχόληση
? — занятие, дело
#
(ново)греческий словарь
—
τσιτσύρισμα
—
μεγαλοδωρία
—
βαρυστενάζω
—
προστριβή
—
ανταλλακτικός
—
ανεμίτης
—
φτεροδέρνομαι
—
γιάτραινα
—
επιφανειούχος
—
μουσικοθεραπεία
—
δυστυχώ
—
δηλωθείς
—
οδοντοκοίλωμα
—
βουτυροποιός
—
Ιανουάρης
—
οδοντόβουρτσα
—
εκπιέζω
—
φουρμάζω
—
αδιαφόρετα
—
μεταξοϋφαντουργία
—
υποβορειοδυτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,