|
заканчивать рытьё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заканчивать рытьё? — αποσκάπτω как с (ново)греческого переводится слово αποσκάπτω? — заканчивать рытьё — σπερματόφυλλο — αμέτρητος — συβάζω — κρέπι — ελευθεροπρεπής — δεινοπάθηση — δεντροκαλλιέργεια — μηχανοποιία — Δεκέβριος — ρεκλάμα — αγωγιμότητα — κστεύθυνση — εντάσσω — συμμοριακός — επιτηδειότης — δεκστετραπλάσιος — ικεσία — θηλύκωμα — σιδηροδέσμιος — αυτοφωτογράφηση — αυθομολογούμενος |
|||