μονύελο

формы словаβ
μονύελο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μονύελο? —


αναρροφητικάσυγκεφαλαίωσησουρντίναδιπλοθεμελιώνωήραπηλοπλάστηςαλεπονουράπροπέτηςχασαποσέρβικοςπροβλεπτικόςμισθώτριααδελφοκτόνοςαποπέραέκχυσιςπολωτικόςέμπνευσηανεξάσκητοςγατσούνιπροφυλάττωηπατικόςεκκλησάρης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit