|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονύελο? — — αναρροφητικά — συγκεφαλαίωση — σουρντίνα — διπλοθεμελιώνω — ήρα — πηλοπλάστης — αλεπονουρά — προπέτης — χασαποσέρβικος — προβλεπτικός — μισθώτρια — αδελφοκτόνος — αποπέρα — έκχυσις — πολωτικός — έμπνευση — ανεξάσκητος — γατσούνι — προφυλάττω — ηπατικός — εκκλησάρης |
|||