|
η гондола #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гондола? — γόνδολα как с (ново)греческого переводится слово γόνδολα? — гондола — τενεκεδάκι — αμακατζίκος — ασιανή — αναζώνω — γαστρεντερολογία — εγχειρώ — ψαροκέφαλο — πολιτισμολογία — οδοντοπάθεια — ιεροτελεστία — μονύελος — καλυκοποιείο — άγδυτος — χωριστός — αγρότισσα — μύστρον — δημοκατάρατος — οικοδόμημα — γλυκομηλιά — υπερβατικός — χύτρα |
|||