|
το занавес; ширма; === έφαγε τό ~ — а) [phrase]он наелся до отвала;[/phrase] б) [phrase]он схватил большой кущ[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово занавес? — καταπέτασμα как на (ново)греческом будет слово ширма? — καταπέτασμα как с (ново)греческого переводится слово καταπέτασμα? — занавес, ширма — κατάμαυρος — λαθρεμπόριο — περιαυτολογώ — αποχαιρετώ — ελευθεροκοινωνία — προσραφή — γαλονάς — βιοχημικός — ξαστόχημα — ακατάπιοτος — φοίνιξ — κειρία — ωόν — αποσκλήρυνση — επιθωράκιος — ευτύχημα — αιματόχρους — κουτσομύτης — τρόπις — υπαμοιβή — πασπατευτά |
|||