|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατ'οίκον? — — χονδρικός — στύπωμα — ξερόκαμπος — κοινώς — παράλληλος — επιμέτρηση — λεμονοστείφτης — απευθυσμένο — σελιδοποιώ — ακώλυτος — εφέλκυση — γλυκόπιοτος — απέρναγος — παραπανήσιος — δαφνώνας — χλωρυδρικός — συμβουλευτής — βραδινή — καλοφκιασμένος — απειρώνυμος — οπότε |
|||