|
η 1) алжирка; 2) ист. пиратка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово алжирка? — Αλγερίνα как на (ново)греческом будет слово пиратка? — Αλγερίνα как с (ново)греческого переводится слово Αλγερίνα? — алжирка, пиратка — κερδίζω — έστωντας — απαλοζώ — παραγκούλα — βραχύσωμος — επικτηνίατρος — βαμβακομηχανή — πετρόβουνο — εκμυζώ — προβατάρισσα — αεροδιάδρομος — δεσποτικό — δραχμοβίωτος — πασσαλοσανίς — τρυφεράδα — κωδικοποιούμαι — αποδιαλέγι — πρωτοβγάζω — μαγειρεύω — αεροδυναμική — σούρτα-φέρτα |
|||