|
το ушиб (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ушиб? — μωλώπισμα как с (ново)греческого переводится слово μωλώπισμα? — ушиб — ένθλιψη — χοιράδα — μορφονιά — στανταρτισμός — μαγεύτρια — τρωκτικό — αγιοποιώ — εξερεύγομαι — ματαιώνω — παρακάμπτω — σκευοθήκη — σουβλομύτης — παιδοφιλία — υπνώττω — πεντακοσιοστό — πέσιμο — πυρίτιδα — πετρελαιοειδή — νεκρώνομαι — ελλειψοειδής — καταχείμωνο |
|||