|
παθ. αόρ. от κλαίω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλάφτηκα? — — μεγαλοπρεπής — απαλαίνω — ρητορεύω — σαρανταπέντε — φολλολόγημα — αιμοσφαιρίνη — κορφοβούνι — ανεξάρτητα — ακτοφρουρά — δεντρογαλιά — αγελαδοτρόφος — ημιμαθής — πολωσκόπιο — πείρος — στάσιμο — κοινολόγηση — κατέχομαι — χειρόμαντις — πετρελαιοπαραγωγός — κλειδοκράτορας — ελαιόμυλος |
|||