κλάφτηκα

формы словаβ
κλάφτηκα
παθ. αόρ. от κλαίω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κλάφτηκα? —


μεγαλοπρεπήςαπαλαίνωρητορεύωσαρανταπέντεφολλολόγημααιμοσφαιρίνηκορφοβούνιανεξάρτηταακτοφρουράδεντρογαλιάαγελαδοτρόφοςημιμαθήςπολωσκόπιοπείροςστάσιμοκοινολόγησηκατέχομαιχειρόμαντιςπετρελαιοπαραγωγόςκλειδοκράτοραςελαιόμυλος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit