|
сидящий с вытянутыми ногами; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сидящий с вытянутыми ногами? — ανακαθιστός как с (ново)греческого переводится слово ανακαθιστός? — сидящий с вытянутыми ногами — σάρακας — πασσαλίσκος — πρωτάκουστος — βερνικωτός — χολαγωγός — αποσαθρώνω — φυσιολάτρισσα — απαρεμφατικός — ευθαρσής — συναισθηματισμός — δαμάλειος — διάδηλος — καταιονισμός — διαρκής — οικονομώ — καθρέφτισμα — πλαστογραφώ — παιχνιδόκοσμος — χαρτού — ολόφωτος — μωσαϊκό |
|||