Новогреческий словарь
παίχτρα
παίχτρα
η
игрок
(женщина)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
игрок
? —
παίχτρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
παίχτρα
? — игрок
#
(ново)греческий словарь
—
προάγγελμα
—
οικουμενικός
—
πικετοφορία
—
έως
—
στρέξιμο
—
αλληλοεξοντώνομαι
—
σχίση
—
ξανατυπώνω
—
στερεό
—
ρατσιστής
—
αδιάτομος
—
νεκροφυλακείο
—
εδαφολογία
—
αυτοπρόσκλητος
—
αντιστικτική
—
βρομίζω
—
χειραμάξιον
—
υγροστάτης
—
αηδονόφωνος
—
μυριάκις
—
ξετρέλλαμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве