|
η игрок (женщина) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово игрок? — παίχτρα как с (ново)греческого переводится слово παίχτρα? — игрок — ξεπουπούλιασμα — λέρα — ζουζούνι — ενοφθαλμίζομαι — καθαριστής — αναδετός — ρεαλίστρια — συμφυής — ισονέφελος — ιερατεύω — μαστορικά — γλοιβό — περιπατητής — μύθευμα — ομόχρονος — μαρτιανός — γλυκανθής — γλυκοκοίταγμα — ξινός — εύζωνας — ανάβλημα |
|||