|
η клиентка; покупательница; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клиентка? — πελάτισσα как на (ново)греческом будет слово покупательница? — πελάτισσα как с (ново)греческого переводится слово πελάτισσα? — клиентка, покупательница — ορθοπαιδικός — σάμβυξ — ομωνυμία — καριόλα — θάβω — ετοιμοθάνατος — μισόβραστος — φωνογράφηση — καμπανάκι — αιτιότητα — απογυρίζω — ανεμικό — βερολινέζικος — συντροφικός — γαλεάγρα — ακρεβάτωτος — συμφωνικός — υποσημείωση — μεσολαβή — επισήμασμα — σιδερόδεση |
|||