|
костяной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово костяной? — κοκκαλένιος как с (ново)греческого переводится слово κοκκαλένιος? — костяной — κοινωνισμός — ζεσίγονος — αχυλιά — αγρότης — ανατολίστρια — νομιμοποιούμαι — καταβόθρα — περίσσεια — αντιζυγία — μπουκέττο — ρεμβαστικός — μυταρόγκας — ξεκάλτσωτος — πασιφανής — εκβιομηχάνιση — κοπιάζω — ερινεόν — έντονα — χρησμολογώ — λαϊκοδημοκρατικός — δυσαρεστημένος |
|||