|
ходить пешком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить пешком? — δρομοκοπώ как с (ново)греческого переводится слово δρομοκοπώ? — ходить пешком — λωφάζω — οχλοκρατία — επιφαίνομαι — τζαμπατζίδικος — αδιαχώριστος — γδικώνομαι — τριπλούς — ποδηλατιστής — καταψυχτικός — ασφαλτόστρωτος — κρυψίνους — λιοτρουβιό — τριτόκλιτος — λιθοκοπία — μόνιμος — σπιρουνιάζω — πιττακώνω — βελονόκαρφο — σπαθί — ιερολογία — απωθώ |
|||