|
παθ. αόρ. от ανάγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανήχθην? — — εννεάκις — ρεκλαμάρω — ακράδαντος — αψιλος — ισοζυγισμός — παραφυλάω — αντίζηλος — πριόνι — αποικιοκρατία — παραποίηση — σφαιριστής — ανήμερα — παραλόγιασμα — μαρκαρίζω — θειαφόθωρος — εδάφιση — βοϊδόμυγα — εικοτολογώ — μηλιγγόνι — υγρόληκτος — ανερούλιαστος |
|||