|
το огнеупорная прокладка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огнеупорная прокладка? — αλεξίφλογον как с (ново)греческого переводится слово αλεξίφλογον? — огнеупорная прокладка — βουδδίστρια — ξάκληρος — αποσπόντα — αιθερολογία — μόλυβδος — δεκάδιπλος — αγκυροβόλιο — μήλινος — αυγότσιφλο — θορυβημένος — αιματέμεση — ρεγχάζω — χάμου — απόκερο — πλήγμα — εξάπλευρο — λίχνισμα — νοικοκυρεύομαι — ακαταγώνιστος — ελληνιστικός — ασφαλισμένος |
|||