|
ο ванна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ванна? — λουτήρας как с (ново)греческого переводится слово λουτήρας? — ванна — καλλιεργητής — κατευθύνομαι — χασμούρημα — Θεόφιλος — όψιος — φλέγω — λίπωμα — ατμοσειρήνα — ετερόσειστος — μετόπισθεν — δωροδοκούμαι — πρωτεία — ακτινοβόληση — απόγραμμα — γελάστρια — αραιοκατοικημένος — τρίμηνο — προσαγορεύω — πρόκυψη — δάφνη — συνδαύλιση |
|||