|
1) незаражённый; 2) нетронутый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаражённый? — αμόλεφτος как на (ново)греческом будет слово нетронутый? — αμόλεφτος как с (ново)греческого переводится слово αμόλεφτος? — незаражённый, нетронутый — ενσωματωμένος — λιπιά — ωοτόκα — σχέδιο — εσοχος — διέγνωσα — προσωδιακός — παραγεμίζω — τελευταίος — εκστρέφω — απελευθέρωση — συνυποβάλλω — αστροφόρος — σιβυλλικά — αναξιοσύνη — ανακατανομή — μελοποίηση — σιδηροδοκός — ενδέχεται — αποτειχίζω — μηνίσκος |
|||