Новогреческий словарь
αμόλεφτος
αμόλεφτ|ος
1)
незаражённый
;
2)
нетронутый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незаражённый
? —
αμόλεφτος
как на
(ново)греческом
будет слово
нетронутый
? —
αμόλεφτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμόλεφτος
? — незаражённый, нетронутый
#
(ново)греческий словарь
—
ποδοκύλημα
—
ερεθιστικότητα
—
προγυμναστήριο
—
τόσο
—
προεξάρχω
—
ατσαλεύω
—
ουτοπικά
—
κρατώ
—
αγιοταφίτισσα
—
καπνοσωλήν
—
ακροβολώ
—
υπεισήχθην
—
ελληνοπρεπής
—
ξανακυλώ
—
πλαστική
—
θυμωμένος
—
αρσενικισμός
—
ονειρεύομαι
—
χειρόκτιον
—
σθεναρός
—
σφυροπέλεκυς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω