|
η истечение (времени и т. п.); μετά ~ ολίγων ημερών — через несколько дней; μετά τήν ~ τής προθεσμίας — с истечением срока, по истечении срока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово истечение? — παρέλευση как с (ново)греческого переводится слово παρέλευση? — истечение — ζεματίζω — αντιπαλαίω — κατατοπιστικός — μαστοφόρα — ταραχοποιός — πετσώνω — συμπίλημα — κοταχνιάζει — αναλκής — ροπαλοειδής — κοντοποδαρούσα — κληρονομώ — ψάρακας — ανεμογενής — αποστράγγισμα — διαψύχω — σπογγαλιείας — προπεμπτήριο — οινοσκόπιο — μεσοπνευμόνιο — γνωμοδοτώ |
|||