Новогреческий словарь
αδιάσπαστα
αδιάσπαστα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδιάσπαστα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λουτροθεραπεία
—
μανίτσα
—
αμπελουργικά
—
αμερικανόδουλος
—
δρομογράφος
—
στάχωση
—
καραβοφάναρο
—
ατυχαίνω
—
γαλλοπούλα
—
γλευκαγωγός
—
γιαβουκλιούς
—
αυτοθαυμασμός
—
οινοπαραγωγή
—
φεγγάρι
—
αποδειλιώ
—
ορθοδοντική
—
πταρνίζομαι
—
πούρος
—
καλαμαροχτάποδα
—
πολύγραφο
—
διαλλάσσω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,