|
η биол. овогенез #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овогенез? — ωογονία как с (ново)греческого переводится слово ωογονία? — овогенез — ενετή — ανετυμολόγητος — ποιμαίνω — ηνωμένος — κήπευση — γκίζω — ανακουνώ — δεκαπενταέτης — ραντιστήρας — άκατος — θωρακωτός — απτάλης — αντωνυμικά — μονόκωπος — φρέρης — αναμαζωξάρα — όμηρος — τέντζερη — συνοφρυωμένος — διασόβεργα — εξευτελσμός |
|||